καταφύγιο το [katafíjio] Ο42 : 1α.
τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ.
κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση: Οι απρόσιτες
βουνοκορφές ήταν το ~ των κλεφτών και των αρματολών. Όταν ξέσπασε η
μπόρα βρήκαμε ~ κάτω από ένα υπόστεγο / σε ένα ερημοκλήσι. Οι αντίπαλοι
του στρατιωτικού καθεστώτος ζήτησαν ~ σε άλλα κράτη, για να αποφύγουν
τις διώξεις. Tο εξοχικό σπιτάκι μου είναι το ~ από τη βοή και το άγχος
της πόλης. || υπόγειος χώρος, ειδικής κατασκευής, για την προστασία των
στρατιωτών ή των αμάχων: Όταν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί τρέχαμε στα καταφύγια
για να σωθούμε. Aντιαεροπορικό ~, για προστασία από αεροπορικές
επιθέσεις. Aντιατομικό ~, για προστασία από επίθεση με ατομικά
όπλα. β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να
διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. || ~
θηραμάτων, προστατευμένος χώρος όπου συγκεντρώνονται θηράματα. 2. (μτφ.)
α. πρόσωπο στο οποίο καταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και
προστασία: H αγκαλιά της μάνας / η μάνα / η οικογένεια είναι το ασφαλές
~ του παιδιού. Tο καταφύγιό του, όταν είχε χρέη, ήταν πάντοτε ο αδελφός του.
|| Ο Θεός είναι το ~ του πιστού. β. χρησιμοποιώ κτ. ως
μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση: H
μεταφυσική πίστη είναι ένα ~ από το φόβο του θανάτου. Στα βιβλία / στην
ποίηση βρήκε το ~ που ζητούσε.
[λόγ. <
αρχ. καταφύγιον υποκορ. του καταφυγή σημδ. γαλλ. refuge, abri]